κωκυτόν

κωκυτόν
κωκῡτόν , κωκυτός
shrieking
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κωκυτόν — Κωκῡτόν , κωκυτός shrieking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώκυτον — Κώκυτος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CASTORIS — marinum animal, tam horrendi eiulatus, ut audientes enecet, uti refert Aelian. l. 9. c. 50. Hinc Oppianus Halieutic. l. 1. Καςτορίδες τ᾿ ὀλοαὶ δυςπ ενθέεες, αἰτ᾿ ἀλεγεινην` Ο῎ςπαν ἐπὶ κροκάλοισιν ἀπαίσιον ὠρύονται, Α᾿νδράσιν῾ ὃς δέ κε γῆρυν εν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντίμολπος — ἀντίμολπος, ον (Α) [μολπή] 1. αυτός που ηχεί διαφορετικά 2. φρ. «ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς κωκυτόν» ξέσπασε σε θρήνο αντί σε χαρούμενο κλάμα «ὕπνου τόδ ἀντίμολπον... ἄκος» τραγούδι που διώχνει τη νύστα …   Dictionary of Greek

  • κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”